- μυριόφυλλον
- μυριόφυλλονMyriophyllum spicatumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριοφύλλου — μυριόφυλλον Myriophyllum spicatum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριόφυλλο — το (Α μυριόφυλλον) νεοελλ. βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, τής οικογένειας αλοραγίδες αρχ. μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φύλλον] … Dictionary of Greek
αλοραγίδες — (haloragaceae). Οικογένεια δικότυλων φυτών με 160 είδη που κατατάσσονται σε 5 γένη. Ανήκει στην τάξη μυρτώδη. Περιλαμβάνει ποώδη φυτά, τα περισσότερα υδρόφιλα. Τα φύλλα τους είναι πετροσχιδή ή πλατιά, μεγάλων διαστάσεων. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek